απονεμήθηκε

απονεμήθηκε
fou atorgat

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek

  • Γκίκας — I Φαναριώτικη οικογένεια αλβανικής καταγωγής. Πολλά από τα μέλη της τιμήθηκαν με σημαντικά αξιώματα από τους σουλτάνους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, από τους πρώτους κιόλας αιώνες μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. 1. Γεώργιος Ματθίας (1590 – …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Λόκιερ, Τζόζεφ Νόρμαν — (Sir Joseph Norman Lockyer, 1836 – 1920). Άγγλος αστρονόμος. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις φασματοσκοπικές μελέτες του Ήλιου και αρχικά μελέτησε τα φάσματα των ηλιακών κηλίδων. Έδειξε επίσης ενδιαφέρον για τις προεξοχές του Ήλιου και το 1868… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Γεωργίου Δροσίνη — Στεγάζεται στη Βίλα Αμαρυλλίς (Διομ. Κυριακού & Αγίων Θεοδώρων, Κηφισιά), όπου έζησε ο ποιητής από το 1939 έως τον θάνατό του, το 1951. Το μουσείο συγκεντρώνει ολόκληρο το ποιητικό, πεζογραφικό και λαογραφικό έργο του Γεωργίου Δροσίνη.… …   Dictionary of Greek

  • Νουμπάρ πασάς — (Σμύρνη 1825 – Παρίσι 1899). Αρμένιος πολιτικός. Σπούδασε στην Ελβετία και στο Παρίσι με έξοδα του συμπατριώτη του Μπογκός μπέη, υπουργού του Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου. Μετά τις σπουδές του εγκαταστάθηκε στην Αίγυπτο, όπου υπηρέτησε τον ηγεμόνα… …   Dictionary of Greek

  • απελεύθερος — O δούλος που γινόταν ελεύθερος κατά την αρχαιότητα. Στην αρχαία Αθήνα, ένας δούλος μπορούσε να απελευθερωθεί από την ίδια την πολιτεία, από τον κύριό του ή με διαθήκη του τελευταίου και, τέλος, εξαγοράζοντας o ίδιος την ελευθερία του. Στη νέα του …   Dictionary of Greek

  • αριστείος — ἀριστεῑος, ον (Α) [αριστεύω] αυτός που ανήκει στον γενναιότατο, αυτός που απονεμήθηκε σαν βραβείο γενναιότητας …   Dictionary of Greek

  • δούκας — I Επώνυμο οικογένειας βυζαντινών αξιωματούχων από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. 1. Αλέξιος Ε’ ο Μούρτζουφλος. Βλ. λ. Αλέξιος. Όνομα αυτοκρατόρων. 2. Ανδρόνικος (9ος 10ος αι.). Κατηγορήθηκε ότι έλαβε μέρος σε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κληρούχημα — κληρούχημα, τὸ (Α) [κληρουχώ] το μέρος τής γης που απονεμήθηκε με κλήρο από μια πόλη σε κάποιον ως κληρούχο, άποικο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”